Κάποιες κρυμμένες αλήθειες για το ζωικό γάλα και τα παράγωγά του

Όσο λευκό είναι το γάλα και τα παράγωγά του τόσο μαύρη είναι η αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτό

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν αναμφισβήτητα έναν βασικό πυλώνα της σύγχρονης “υγιεινής” διατροφής, αφού τούς έχουν αποδοθεί πολλά θρεπτικά στοιχεία με κύριο το ασβέστιο, τις πρωτεΐνες καζεΐνη κατά 87% και ορό γάλακτος κατά 13% (αναλογία 8g πρωτεΐνης/ φλιτζάνι γάλα 240ml), αλλά και κάποιες βιταμίνες B (Β1, Β2, Β12) καθώς και μικρή ποσότητα σε A, Β3, Β5, Β6, C, D, E, K & φολικό οξύ (όπου και πάλι οι Α, D, E, K εκλείπουν εντελώς από τα άπαχα γαλακτοκομικά).

Σήμερα ένα καλό μέτρο πρόσληψης πρωτεϊνών θεωρείται 30-90g/ ημέρα, πολλαπλασιάζοντας το βάρος μας (σε kg) x 0,6 ή 0,8 για να ξέρουμε ποιά είναι η σωστή πρόσληψη πρωτεΐνης για μας, ανάλογα πάντα & με τον τρόπο ζωής. Όμως, η σημερινή κατανάλωση πρωτεΐνης απέχει από τους παραπάνω αριθμούς αφού έμφαση δίνεται στην μείωση ή διατήρηση του χαμηλού σωματικού βάρους (καθώς η παχυσαρκία έχει διπλασιαστεί από το 15% στο 30% μόνο σε 25 χρόνια στις ΗΠΑ), ισχυροποιώντας τις τροφές που δίνουν αίσθημα κορεσμού χωρίς να παχαίνουν, στις οποίες συγκαταλέγονται οι πρωτεϊνούχες τροφές. Έτσι ένας σημερινός ενήλικας τρώει περίπου 70-100g πρωτεϊνών/μέρα, με κυριότερη πηγή τις ζωικής προέλευσης πρωτεΐνες, ενώ όσοι αθλούνται ή θέλουν να μειώσουν το βάρος τους μπορούν να φτάσουν στα 300g κατανάλωσης ζωικής πρωτεΐνης/μέρα.

Ωστόσο, ισχύει ακριβώς το αντίθετο σε σχέση με την καύση των θερμίδων: οι φυτικές πρωτεΐνες είναι αυτές που μπορούν να μετατραπούν σε καύσιμη ύλη μέσω της θερμογένεσης όταν λαμβάνονται στην πλήρη τους μορφή (βρασμένες ή ψημένες) και όχι επεξεργασμένες με κεκορεσμένα λίπη, ενώ αντίθετα οι ζωικές πρωτεΐνες μετατρέπονται σε αποθήκες λίπους εκτός και αν η δίαιτα μειώνει την πρόσληψη θερμίδων δραματικά. Γεγονός είναι πάντως ότι οι χορτοφάγοι που δεν καταναλώνουν junk food, καίνε περισσότερες θερμίδες (30% πάνω) για συνολικό βάρος 20% λιγότερο από τους κρεατοφάγους, κάτι που οφείλεται και στον τρόπο που μεταβολίζεται η ζωική πρωτεΐνη, που κάνει τον οργανισμό βαρύ και ληθαργικό, διπλασιάζοντας τις δυσάρεστες συνέπειες στον οργανισμό.

Παρόλα αυτά υπάρχει μια πρωτεϊνική εμμονή στην σημερινή κοινωνία με τα γαλακτοκομικά να κατέχουν την πρώτη θέση και να διατίθενται σε τεράστια ποικιλία, συνοδεύοντας σχεδόν όλα τα πιάτα της δυτικής κουζίνας και μεταμορφώνοντας γευστικά όλα τα φαγώσιμα σε τυρένια, βουτυρένια και κρεμώδη. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ότι όλοι οι δυτικοαναθρεμμένοι έχουν μεγάλη εξάρτηση από αυτήν την τροφή καθώς η κατανάλωση γαλακτοκομικών προπαγανδίζεται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα στις ΗΠΑ και έτσι 5 γενιές τώρα τα γαλακτοκομικά δεν λείπουν σχεδόν από κανένα σπίτι, όποιας ηλικίας και αν είναι οι ένοικοί του.

Καταρχήν, αν εξετάσουμε την περιεκτικότητα ασβεστίου στα γαλακτοκομικά προϊόντα, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκονται πίσω συγκριτικά με πολλές φυτικές τροφές, όπως τα ξερά σύκα, το κέιλ, τα αμύγδαλα ή ο αμάρανθος. Επίσης, σε σχέση με την συγκέντρωση βιταμινών Β και πάλι τα γαλακτοκομικά δεν συγκαταλέγονται στις τροφές υψηλής συγκέντρωσης αυτών, εκτός ίσως από την Β12, που όμως ακόμα και αυτή εκλείπει από πολλά γαλακτοκομικά, αφού από το σύνολο των 1,4 δις αγελάδων σε παγκόσμιο επίπεδο για παραγωγή γάλατος και κρέατος, λίγες είναι αυτές που βόσκουν ακόμα σε λιβάδια.

Εκτός όμως από το παραπάνω προβάδισμα των φυτικών προϊόντων έναντι των γαλακτοκομικών όσον αφορά στα “καλά” των τελευταίων, χρειάζεται να επανεξετάσουμε την αναγκαιότητα των καλών συστατικών και του μέτρου κατανάλωσης αυτών, καθώς το πανίσχυρο lobby της γαλακτοβιομηχανίας προπαγανδίζει τόσες γενιές τώρα ότι το γάλα και τα προϊόντα του είναι πανάκεια για την αποκατάσταση ή συντήρηση της καλής υγείας.

Αν όντως το ασβέστιο είναι τόσο απαραίτητο όσο λένε γιατί προστατεύει από την οστεοπόρωση, οι καταναλωτές γαλακτομικών δεν θα ‘πρεπε κατ’ αρχήν να πάσχουν από παθήσεις των οστών. Κάτι που δεν ισχύει και έχει διαπιστωθεί η σύνδεση υπερκατανάλωσης γαλακτοκομικών με επιπλέον μεταβολικό οξύ με μελέτες από το 1920 ενώ διαπιστώνεται στατιστικά ότι οι χώρες με περισσότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών έχουν & τα περισσότερα κατάγματα και φυσικά είναι όλες αναπτυγμένες χώρες (π.χ. ΗΠΑ, N.Ζηλανδία, Σουηδία, Μ.Βρετανία, Φινλανδία). Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στους βίγκανς, ή στους λαούς εκείνους που η κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης είναι μικρή συγκριτικά με την φυτική (π.χ. Κίνα, Ιαπωνία προ παγκοσμιοποίησης). Για του λόγου το αληθές, στην Ιαπωνία μόλις το 1931 σφάχτηκε για πρώτη φορά αγελάδα στην πόλη Gyokusen-ji για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των Δυτικών απεσταλμένων και για την οποία ανεγέρθηκε και μνημείο.

Η υπερκατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών κάνει το αίμα όξινο κάτι που κινητοποιεί τον οργανισμό να το ουδετεροποιήσει, χρησιμοποιώντας ασβέστιο, το οποίο είτε διαρρέει στο σύστημα όταν υπάρχει υπερκατανάλωση είτε το αναζητά στις αποθήκες του ασβεστίου, τα οστά και τα δόντια. Η οστεοπόρωση, η αρθρίτιδα και η τερηδόνα εμφανίζονται όταν οι ζωικές πρωτεΐνες είναι περισσότερες από αυτές που μπορεί να απορροφήσει ο οργανισμός.

Εκτός αυτού, η κατανάλωση γαλακτοκομικών μπορεί να οδηγήσει σε πολλές ασθένειες, τις λεγόμενες “ασθένειες της ευμάρειας”, καθόλου αμελητέες, αρκεί να ρίξουμε φως σε όλες τις μελέτες που έχουν συνταχθεί εδώ και έναν αιώνα στο γάλα και στα παράγωγά του.

Συγκεκριμένα, στα βρέφη και στα μικρά παιδιά μπορεί να εμφανιστεί ως εντερικός κολικός, ενόχληση, αιμορραγία, αναιμία, αλλεργίες, άσθμα, έναρξη της αθηροσκλήρωσης, παιδικός διαβήτης (τύπου 1), ο δείκτης ΙGF-Ι, η πιο ισχυρή αυξητική ορμόνη του ανθρώπινου σώματος ανεβαίνει όταν καταναλώνουμε ασβέστιο και ζωικές πρωτεΐνες, οπότε συνεπάγεται και αύξηση των καρκινικών κυττάρων και τότε ο μεταβολίτης 1,25 D κατεβαίνει (βλ. παρακάτω), σαλμονέλα (ειδικά στο μη βρασμένο), μόλυνση από τα νεκρά λευκά κύτταρα (πύον) που ενυπάρχουν στο γάλα (1lt είναι αποδεκτό να περιέχει έως και 750.000.000 τέτοια κύτταρα), πρόσληψη όλων των χημικών ουσιών (φαρμάκων, εντομοκτόνων, ορμονών αλλά και διοξινών από την περιβαλλοντική μόλυνση) που έχουν προσλάβει οι αγελάδες των μεγάλων βιομηχανιών έως και 95% & μόνο απ’ το νερό και την τροφή που παίρνουν. Σκεφτείτε ότι μόλις μισό αιώνα πριν μία αγελάδα παρήγαγε 4000kg γάλα/ έτος, ενώ σήμερα αυτό το νούμερο έχει αυξηθεί κατά 2500%, από όλα τα φάρμακα που τής χορηγούνται!

Στους ενήλικες πάλι, παρατηρείται αύξηση των όγκων (ειδικά σήμερα με τόσα φάρμακα που χορηγούνται στα ζώα άμεσα ή έμμεσα), παχυσαρκία, καρδιακές παθήσεις από την ψηλή χοληστερίνη (ακόμα περισσότερο σε υψηλά πρωτεϊνούχες και χαμηλές σε καλά λιπαρά δίαιτες) αρθρίτιδα, αλλεργίες (π.χ. ρινίτιδα), πέτρες στα νεφρά. Επίσης, καθόλου ασήμαντο να γνωρίζουμε ότι επιβαρύνουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα καθώς α) η ζωική πρωτεΐνη που δημιουργεί ένα όξινο περιβάλλον στο σώμα εμποδίζει τα νεφρά να μετατρέψουν την βιταμίνη D σε δραστική D (μεταβολίτης 1,25 D) με ανοσορυθμιστική λειτουργία και β) το ασβέστιο δεν μπορεί να απορροφηθεί από τα οστά και τα δόντια όταν είναι περισσότερο από το αναγκαίο γιατί πρέπει να εξισορροπήσει το όξινο περιβάλλον και έτσι εκτός από προβλήματα με τα οστά και τα δόντια έχουμε προβλήματα και με τις αρτηρίες (αθηροσκλήρωση). Το γάλα και τα προϊόντα του είναι επίσης υπεύθυνα σε μεγάλο βαθμό για τα αυτοάνοσα νοσήματα, π.χ. για την σκλήρυνση κατά πλάκας με την απορρύθμιση του νευρικού μας συστήματος σε όσες χώρες η πρόσληψη της βιταμίνης D από την ήλιο είναι χαμηλή σε συνδυασμό με την διατροφή την πλούσια σε γαλακτοκομικά και κεκορεσμένα λίπη και φυσικά και του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως συμβαίνει με τον διαβήτη τύπου 1, την ρευματοειδή αρθρίτιδα, τον λύκο, τη νόσο του Crohn, τη νόσο του Grave, την σκληροδερμία και τόσες άλλες νόσους που ξεπηδούν τα τελευταία χρόνια στον δυτικό κόσμο.

Επίσης προβλήματα συναντούμε και στο ενδοκρινικό μας σύστημα καθώς οι ορμόνες μας επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό και από τη διατροφή μας, όπως οι ορμόνες του θύμου αδένα που παράγουν τα Τ-κύτταρα, τους προστάτες του οργανισμού μας από τα αντιγόνα, τα ξένα κύτταρα εισβολείς, όπως οι ιοί. Το ζωικό γάλα όμως περιέχει πρωτεΐνες που δεν διασπώνται εντελώς και το σύστημα επιτίθεται ενεργοποιώντας τη διαδικασία πολέμου, με αποτέλεσμα να καταστρέφει και δικά του κύτταρα. Και οι ορμόνες αναπαραγωγής επηρεάζονται στις γυναίκες κρεατοφάγους, καθώς είναι και ψηλότερες και με μεγάλο εύρος ζωής, με την έμμηνο ρύση να ξεκινά νωρίς και την εμμηνόπαυση να έρχεται αργά και με ακραία συμπτώματα που χρήζουν αγωγής και με αρκετά μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Πιθανή είναι επίσης η μόλυνση από ρετροϊούς (π.χ. απ’ τον ιό λευχαιμίας των βοοειδών BLV, αντίστοιχο με τoν ρετροϊό HTLV 1 που προκαλεί λευχαιμία ή λέμφωμα στους ανθρώπους). Ας μην ξεχνάμε ότι τα περισσότερα ζώα έχουν κακοποιηθεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και στρεσάρονται πολύ ακόμα και όταν δεν υπάρχει ορατός σωματικός πόνος, αλλά “μόνο” ψυχολογικός, όπως η άμεση και βίαιη απομάκρυνση του νεογέννητου μοσχαριού από την μαμά του. Αυτό το στρες είναι “απλά” κορτιζόλη, την οποία απορροφούμε -σα να μην έφτανε η δική μας- με το ζωϊκό γάλα.

Λίγοι έχουν αντιληφθεί τις άσχημες συνέπειες του γάλακτος (και των προϊόντων αυτού) στην υγεία (πλην της φάσης θηλασμού) καθώς το μήνυμα που περνάει από τα ΜΜΕ, τους διατροφολόγους, τα σχολεία είναι ακριβώς το αντίθετο εδώ και δεκαετίες. Πλέον όμως πολλοί κόβουν τα ζωικά αυτά προϊόντα για λόγους υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ζώων -γινόμενοι vegans- και όχι ευθύς εξαρχής αμφισβητώντας το status quo της αξίας της τροφής αυτής. Οι βιγκανιστές λοιπόν είναι αυτοί που ωθούν την κοινωνία να επανεξετάσει οποιαδήποτε τροφή ζωικής προέλευσης με κυριότερο μέλημα την διακοπή βασανισμού των ζώων και στέρησης της ελευθερίας των, καθώς λίγοι μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν τί απογίνεται η αγελάδα εκείνη που έχει στραγγιστεί μια ζωή, ανήμπορη να κουνηθεί με άπειρες αρρώστιες να έχουν περάσει από πάνω της και με άλλα τόσα φάρμακα να την κρατούν στα πόδια της μέχρι να αποκάμει εντελώς. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται όταν το κρέας αυτής της χιλιοβασανισμένης και βιοχημικά αλλαγμένης αγελάδας θα γίνει τροφή για άλλα ζώα. Χάρη στις εκστρατείες των βιγκανιστών και στο διαδίκτυο με την άμεση αναμετάδοση των πληροφοριών, ο κόσμος μαθαίνει τί γίνεται και ευαισθητοποιείται πολύ γρηγορότερα απ’ ότι παλιότερα στρεφόμενος στην απόλυτα χορτοφαγική διατροφή.

Παραδοσιακά ακόμα και στο κόσμο της yoga έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι το γάλα και τα παράγωγά του είναι σαττβική τροφή, υψηλή σε ενέργεια και καθαρή, καθώς ο Krishna ήταν cowboy και αν ο Θεός είναι γελαδάρης, τότε και οι πιστοί του θα τρέφονται με τα αγνά προϊόντα της Θείας-αγελάδας. Το ίδιο επικρατεί και για τους Βουδιστές μοναχούς, που το γάλα θεωρείται από τον Βούδα φάρμακο παρά τροφή. Όσο δεν υπήρχαν άλλες επιλογές βασικής τροφής και όσο η παραγωγή του γάλακτος παρέμενε σε οικογενειακή ή μικρή κλίμακα, η αγελάδα ήταν μέλος της οικογένειας, τής άξιζε σεβασμός γιατί οι άνθρωποι μοιράζονταν το απομένον γάλα της αφού θήλαζε το μοσχαράκι της. Σημαντικό είναι επίσης σύμφωνα με τη γιόγκα και την αγιουρβέδα, το γάλα να καταναλώνεται πάντα φρέσκο (σαττβικό είναι το γάλα ημέρας, αλλιώς γίνεται ταμασικό, δηλ. στατικό, βρώμικο, τοξικό). Συνεπώς, έτσι οι επιβλαβείς συνέπειες των γαλακτοκομικών στην υγεία ήταν λιγότερες απ’ ότι τα οφέλη αφού το γάλα μπορεί να ήταν η κύρια τροφή σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Σήμερα, όμως πολλοί ακόλουθοι της yoga είναι vegans καθώς τίποτα δεν μπορεί να διασφαλίσει την καθαρότητα αυτής της τροφής όταν ειδικά υπάρχουν πολλά υποκατάστατα με πολύ λιγότερες ή καμία ύποπτη επίπτωση στην υγεία. Εκτός αυτού, όσοι ασκούνται στην γιόγκα και τον διαλογισμό δεν χρειάζονται πολλές πρωτεΐνες που αυξάνουν το όξινο περιβάλλον στον οργανισμό καθώς η καθημερινή άσκηση σ’ αυτά θέλει έναν οργανισμό περισσότερο αλκαλικό παρά όξινο.

Στην αντίπερα όχθη, ένας κατ’ εξοχήν κρεατοφάγος, με ελάχιστες φυτικές ίνες στην διατροφή του, στην προσπάθειά του ν’ αλλάξει σε κατά βάση χορτοφάγος (vegetarian) υφίσταται μικρότερη στέρηση συγκριτικά με αυτή στην περίπτωση της απόλυτης χορτοφαγίας (veganism). Και αυτό γιατί το γάλα και τα προϊόντα του εκτός του ότι “ντύνουν” σχεδόν όλα τα πιάτα ενός δυτικοαναθρεμμένου, τού δίνουν και μια αίσθηση ευφορίας που προκύπτει και από την γεύση αλλά και από την καζεΐνη, την κύρια πρωτεΐνη που υπάρχει στο γάλα, η οποία κατά τ’ άλλα χρησιμοποιείται για να κατασκευαστεί η κόλλα. Η καζεΐνη κολλάει στο γαστρεντερικό σύστημα ή πετρώνει γιατί το ανθρώπινο στομάχι μετά την νεαρή παιδική ηλικία -όσο ένα βρέφος θηλάζει δηλ.- δεν έχει τα απαραίτητα ένζυμα που μπορούν να την διασπάσουν. Επίσης δημιουργεί στερητικό σύνδρομο, αφού ως κόλλα λειτουργεί και στο ψυχολογικό επίπεδο. Εκτός όμως από την ψυχολογική εξάρτηση που δημιουργεί η ζωική αυτή πρωτεΐνη έχει αποδειχθεί ότι ενισχύει την καρκινογένεση όταν το ποσοστό πρόσληψής της είναι 20% της συνολικής θερμιδικής αξίας τροφής (ένα ποσοστό που θεωρείται ίσως και χαμηλό για έναν αθλητή, ή για κάποιον που θέλει να αυξήσει τον μεταβολισμό του και να χάσει βάρος, αφού προωθείται και το 30% χωρίς να αναφέρονται οι αντενδείξεις).

Πέραν όμως της καζεΐνης, το γάλα περιέχει και λακτόζη, την γλυκαντική ύλη, στην οποία έχει δυσανεξία το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων και για την οποία έχει αρχίσει να ενημερώνεται ο κόσμος, αφού τα νέα έχουν διαρρεύσει.

Με βάση τα παραπάνω, που μπορούμε να ερευνήσουμε και μόνοι μας και να τα διασταυρώσουμε, ας ξανασκεφτούμε:

πόσο φυσικό μάς φαίνεται να είμαστε σε φάση θηλασμού από ηλικία 0 έως 100 με το γάλα ενός άλλου θηλαστικού, όταν αυτό προορίζεται μόνο για το ιδίου είδους θηλαστικό βρέφος και για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέχρις ότου το νεαρό θηλαστικό να μπορεί να φάει το είδος της τροφής που είναι κατάλληλο για το είδος του. Το ανθρώπινο μητρικό γάλα έχει την μικρότερη ποσοστιαία πρωτεΐνη (0,9%) έναντι όλων των θηλαστικών -όταν το αγελαδινό έχει 3,4%- αλλά τα περισσότερα απαραίτητα λιπαρά οξέα (ω-3, ω-6) έναντι όλων των άλλων. Αυτό καταδεικνύει την προτεραιότητα κτισίματος του αναπτυσσόμενου ανθρώπινου εγκεφάλου έναντι ενός μεγάλου μυοσκελετικού συστήματος.

Μένει στην αντίληψη του καθενός μας να αποφασίσει, αν η “αξεπέραστη συνήθεια” των τελευταίων ετών της ιστορίας ειδικά της Καυκάσιας φυλής, είναι τόσο δυνατή που να τής επιτρέπουμε να μάς στερεί την υγεία μας και από τα ζώα την ζωή τους, καθώς δεν υπάρχει τίποτα χαρούμενο και υγιές σε καμία βιομηχανία εκμετάλλευσης ζώων, στις οποίες συγκαταλέγεται και η γαλακτοβιομηχανία.